προπηλάκιση

προπηλάκιση
η / προπηλάκισις, -ίσεως, ΝΑ [προπηλακίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπηλακίζω, υβριστική συμπεριφορά, διασυρμός, εξύβριση, εξευτελισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπηλακισμός — ο, ΝΑ [προπηλακίζω] η προπηλάκιση («ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • εξύβριση — η περιύβριση, η προσβολή της τιμής κάποιου με λόγια ή έργα που δεν είναι δυσφήμηση απλή ή συκοφαντική, η προπηλάκιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπηλακισμός — προπηλακισμός, ο και προπηλάκιση, η η πράξη και το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, βρίσιμο, εξευτελισμός, προσβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”